- ορνιθογονία
- ὀρνιθογονία, ἡ (Α) [ορνιθόγονος]1. η γένεση τών πτηνών2. ως κύριο όν. Ὀρνιθογονίατίτλος συγγράμματος το οποίο μνημονεύεται από τον Φιλόχορο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρνιθογονίᾳ — ὀρνιθογονίᾱͅ , ὀρνιθογονία the generation of birds fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρνιθογονίας — ὀρνιθογονίᾱς , ὀρνιθογονία the generation of birds fem acc pl ὀρνιθογονίᾱς , ὀρνιθογονία the generation of birds fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρνιθογονίαι — ὀρνιθογονίᾱͅ , ὀρνιθογονία the generation of birds fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοιώ — Ποιήτρια από τους Δελφούς, σύζυγος του μυθικού βασιλιά της Αθήνας Ακταίου και μητέρα του επικού ποιητή Παλαίφατου. Ήταν ιέρεια στον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Από τους ύμνους της προς τον θεό, ελάχιστους στίχους διέσωσε ο Παυσανίας. Πολλοί… … Dictionary of Greek